διχαλωτός

διχαλωτός
-ή, -ό
αυτός που μοιάζει με διχάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διχάλα + (κατάλ.) -ωτός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διχαλωτός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχηματίζει διχάλα: Διχαλωτοί δυο ψήστες μπηγμένοι βρίσκονται στη γη (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίκροος — δικρόα, δίκροο (Α δίκροος και δικρόος, α, ον και δίκρους, ουν και δίκρος, α, ον) (για τη χηλή ζώων, τη γλώσσα φιδιών, τη μήτρα κ.λπ.) δισχιδής, διχαλωτός νεοελλ. 1. φρ. «δίκροοι νομείς» οι ακραίοι νομείς, καμπύλες δοκοί, προς την πλώρη και την… …   Dictionary of Greek

  • δίφουρκος — η, ο διχαλωτός …   Dictionary of Greek

  • δίχηλος — και δίχαλος, η, ο (AM δίχηλος, ον και δίχαλος, ον) 1. (για ζώα) αυτός που έχει δύο χηλές, με την οπλή χωρισμένη στα δύο 2. διχαλωτός νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίχηλα τα αρτιοδάκτυλα θηλαστικά (πρόβατο, γίδα κ.λπ.) των οποίων τα δύο… …   Dictionary of Greek

  • δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο …   Dictionary of Greek

  • διδυμωτός — διδυμωτός, ή, όν (AM) διπλός, διχαλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (κατάλ.) ωτός*] …   Dictionary of Greek

  • δικέρατος — η, ο (AM δικέρατος, ον) 1. αυτός που έχει δύο κέρατα 2. διχαλωτός 3. αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, πεταλοειδής νεοελλ. 1. (για έντομα) αυτός που έχει δύο κεραίες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. δικέρατα έντομα με δύο κεραίες μσν. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • δισκελής — ές και δίσκελος, η, ο (Μ δισκελής, ές) αυτός που έχει δύο σκέλη, διχαλωτός 2. (για προτάσεις) αυτή που αποτελείται από δύο σκέλη, διμελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σκέλος] …   Dictionary of Greek

  • δισχιδής — ές (AM δισχιδής, ές) ο σχισμένος στα δύο, διχαλωτός αρχ. Ι. ο χωρισμένος στα δύο II. επίρρ. δισχιδόν με διχασμό, με διχαλωτή μορφή …   Dictionary of Greek

  • διχαλώνω — [διχάλα] 1. πιάνω διχαλωτά, χιαστί 2. κάνω κάτι διχαλωτό 3. γίνομαι διχαλωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”